- σαμιαμίθι
- το / σαμαμίθιον, ΝΜ, και σαμαμίδι και σαμιαμίδι Νκοινή ονομασία μικρής σαύρας τού γένους γκέκο, γνωστής και με την λόγια ονομασία σαύρα η τοιχοδρόμος, η οποία φωλιάζει συνήθως στις ρωγμές τών τοίχων και χάρη στην ειδική μορφολογία τών άκρων δακτύλων της μπορεί να βαδίζει και να τρέχει σε λείες κάθετες επιφάνειες τοίχων ή ακόμη και στις οροφέςνεοελλ.μτφ. μικρόσωμο και ευκίνητο άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σημιτικής προέλευσης. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. προήλθε από το υποκορ. σαυρίδιον που μεταπλάστηκε σε σαμνίδιο με τροπή τού -υ-σε -μ- (πρβλ. αχαμνός < χαύνος) και στη συνέχεια εκχυδαΐστηκε σε σαμιαμίθι].
Dictionary of Greek. 2013.